σταφιδοπαραγωγός, -ός, -ό

σταφιδοπαραγωγός, -ός, -ό
αυτός που παράγει σταφίδα: Τα σταφιδοπαραγωγά χωριά έπαθαν μεγάλη ζημιά από το χαλάζι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταφιδοπαραγωγός — ό, Ν 1. αυτός που παράγει σταφίδα («σταφιδοπαραγωγός περιοχή») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σταφιδοπαραγωγός παραγωγός σταφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”